- πολεμολαμαχαϊκός
- πολεμο-λᾱμᾰχᾱϊκός, ή, όν, comic word in Ar.Ach.1080, a compd. of πόλεμος, Αάμαχος, Ἀχαϊκός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμολαμαχαϊκός — ή, όν, Α κωμική λέξη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + Λάμαχος + Ἀχαϊκός] … Dictionary of Greek
πολεμολαμαχαικόν — πολεμολᾱμαχᾱϊκόν , πολεμολαμαχαικός masc acc sg πολεμολᾱμαχᾱϊκόν , πολεμολαμαχαικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)